τραγωδικώς

τραγωδικώς
Μ
επίρρ. βλ. τραγῳδικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τραγῳδικῶς — τραγῳδικός befitting a tragic poet adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγωδικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία ή στον τραγωδό 2. τραγικός («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», Αριστοφ.) 3. φρ. «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» δοκιμάζω τραγική οδύνη (Αριστοφ.). επίρρ... τραγωδικῶς Μ με τραγῳδικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”